- πικραμύγδαλο
- τοο καρπός της πικραμυγδαλιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πικραμύγδαλο — το, Ν ο καρπός τής πικραμυγδαλιάς … Dictionary of Greek
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek
αμύγδαλο — και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον) ο καρπός τής αμυγδαλιάς αρχ. το δέντρο αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τής λ. αμυγδάλη*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι νεοελλ. αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός,… … Dictionary of Greek
πικραμυγδαλέλαιο — και πικραμυγδαλόλαδο, το, Ν αιθέριο έλαιο τού καρπού τής πικραμυγδαλιάς, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη σαπωνοποιία, αφού αφαιρεθεί το υδροκυάνιο που περιέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικραμύγδαλο + έλαιο / λάδι] … Dictionary of Greek
πικραίνω — πίκρανα, πικράθηκα, πικραμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να είναι πικρό: Το πίκρανες το λικέρ με το πικραμύγδαλο που έβαλες. 2. μτφ., λυπώ, δυσαρεστώ κάποιον: Τα παιδιά πολλές φορές πικραίνουν αδικαιολόγητα τους γονείς. 3. αμτβ., γίνομαι πικρός: Κάηκε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)